- τοιχοκολλώ
- τοιχοκόλλησα, τοιχοκολλήθηκα, τοιχοκολλημένος, επικολλώ σε τοίχο διαφημίσεις, αφίσες, αγγελίες κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχοκολλώ — τοιχοκολλώ, τοιχοκόλλησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τοιχοκολλώ — άω, Ν 1. επικολλώ στον τοίχο αγγελία, διαφήμιση ή αφίσα 2. γνωστοποιώ κάτι με τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + κολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
τοιχοκόλληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχοκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ., στον λόγιο τ. τοιχοκόλλησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
τοιχοκολλητής — ο, Ν αυτός που τοιχοκολλά διαφημίσεις, αγγελίες ή αφίσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τοιχοκόλλημα — το, Ν 1. καθετί που τοιχοκολλάται και, ιδίως, γραπτή ή έντυπη γνωστοποίηση ή διαφήμιση 2. η τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek